- ἐπιλαμβάνεται
- ἐπιλαμβάνωtakepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιλαμβάνομαι — (AM ἐπιλαμβάνω μεσ. ἐπιλαμβάνομαι) [λαμβάνω] μέσ. καταπιάνομαι με κάτι, επιχειρώ (α. «ἡ δικαιοσύνη ἐπελήφθη τῆς ὑποθέσεως» β. «πράξεων μεγάλων καὶ λαμπρῶν ἀγώνων ἐπιλαβόμενος», Πλούτ.) αρχ. μσν. 1. συγκρατώ, εμποδίζω («τὴν ῥῑν’ ἐπιλαβοῡσα»,… … Dictionary of Greek
οξυλάβεια — ὀξυλάβεια, ἡ (Μ) [οξυλαβής] η ταχύτητα στο να αρπάζει κανείς την ευκαιρία, στο να επιλαμβάνεται τής ευκαιρίας … Dictionary of Greek
Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο — (ΔΠΔ). Το πρώτο ανεξάρτητο και διαρκές διεθνές ποινικό δικαστήριο που ιδρύθηκε στις 17 Ιουλίου 1998 υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, με την υιοθέτηση του καταστατικού του από τη Διπλωματική Διάσκεψη της Ρώμης. Το ΔΠΔ έχει ως αρμοδιότητα την εκδίκαση… … Dictionary of Greek